η Χαλκίδα
στον πόλεμο του '40
αρχεία νομού ευβοίας εκπαιδευτικά προγράμματα
Ποιος να το 'λεγε ότι το βαπόρι που περνούσε κατάφωτο τη γέφυρα για τη Θεσσαλονίκη, γεμάτο επιβάτες που βλέπανε τη Χαλκίδα, θα ήταν το τελευταίο για τόσα χρόνια. Ότι τα φώτα θα σβήνανε...
 

T6

 

ΟΣΑ ΦΕΡΝΕΙ ΤΟ ΝΕΦΟΥΡΙ

ΑΠ' ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ Τ Τ 712

Μανούλα μου, Τώρα που είμαι τόσο μακρυά σου, νοιώθω πιο πολύ πόσο σ' αγαπώ. Ακόμα βουρκώνουν τα μάτια μου σαν συλλογιέμαι τη στιγμή του αποχωρισμού, που μ' έσφιξες στην αγκαλιά σου. Από κείνη την ώρα ένοιωσα καλά τι είμαι γω για σένα και τι συ για μένα. Πάντα σε σκέφτομαι, μανούλα μου, και πάντα θυμάμαι τα τελευταία σου λόγια, που μέσα στ' αναφυλητά σου με δυσκολία πρόφερες: Να φυλάγομαι να μην κρυώσω! Και βέβαια φυλάγομαι καλή μου Μάνα και πιο πολύ, γιατί μου τόπες συ. Αλλά εδώ δεν είναι όπως αυτού. Ούτε ο ουρανός είναι γαλάζιος σαν της Χαλκίδας, ούτε και τα βουνά μοιάζουν της Δέλφης και του Χτυπά. Εδώ πάνω ο ουρανός είναι πάντα βαρύς και συνεφιασμένος, τα βουνά άγρια, πουθενά δεν βλέπουμε θάλασσα και το κρύο περουνιάζει μέχρι το κόκκαλο. Χτες το βράδυ φύλαγα σκοπός ύστερ' απ' τα μεσάνυχτα και πρώτη φορά στη ζωή μου ένοιωσα τέτοιο κρύο. Και καθώς λένε ακόμα δεν άρχισε το δυνατό, που έρχεται με το έμπα του χειμώνα, οπότε όλα τριγύρω τα σκεπάζει το χιόνι. Γι' αυτό καθήσαμε όλοι οι άντρες της διμοιρίας μας και σκεφτήκαμε τι έπρεπε να κάνουμε και βγάλαμε την απόφαση να γράψουμε όλοι στα σπίτια μας να μας στείλουν ό,τι μάλλινα μπορούνε να οικονομήσουν, γιατί καθώς καλά καταλαβαίνουμε, το Κράτος που αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες, δεν μπορεί να μας δώσει και μάλλινα εσώρουχα. Με το γράμμα λοιπόν αυτό ο γιόκας σου σε παρακαλεί να μαζέψης όσα μαλλιά έχεις και να καθίσετε μαζί με τη Μαρίτσα να πλέξετε, είτε καμμιά χοντρή φανέλλα ή κάνα σκούρο κασκόλ ή και κανένα ζευγάρι κάλτσες. Στην ανάγκη μεταχειριστείτε τα νήματα που έχεις πάρει για να φκιάξεις κουβέρτες για προίκα της αδελφούλας μου, κι όταν έρθω με το καλό, εγώ θα της τις φκιάξω διπλές. Θα σας παρακαλούσα επίσης αν έφτανε,να φκιάχνατε και τίποτε περισσότερο για να δώσω και σ' άλλα παιδιά της διμοιρίας μου, που δεν έχουν κανένα αυτού πίσω, για να ζητήσουν κάτι να τους στείλουν. Ακόμα να φωνάξεις τα κορίτσια της γειτονιάς, να τους διαβάσεις το γράμμα μου και να τους πεις, πως όλα τα παιδιά, τις παρακαλούμε να πλέξουν η κάθε μια κάτι και να μας στείλουν, έστω αφαιρώντας κι απ' την προίκα τους ακόμα, γιατί αν γυρίσουμε πίσω αρρωστημένοι και γι' αυτές δε θάναι καλό, αφού κάποιον από μας θα πάρουν γι' άντρα τους, που φυσικά δεν πρέπει να είναι σακάτης. Επίσης να πάρεις την κυρά Σταυρούλα, τη μάνα του Δημήτρη, που είναι καλά και σε χαιρετά, και να πάτε μαζί στον έμπορο που ψωνίζουμε και να του πείτε να σας δώσει κάτι μάλλινα σκούρα γάντια, που έχει τόσον καιρό στα συρτάρια του και δεν μπορεί να τα ξοδέψει, επειδή αυτού κάτω δεν κάνει τόσο πολύ κρύο. Θα του πάρετε όλα σχεδόν τα ζευγάρια και θα του εξηγήσετε πως έχει υποχρέωση κι αυτός κάτι να δώσει για να προφυλαχτούμε και να γυρίσουμε πίσω γεροί, αφού τα σύνορα τα φυλάμε και για καλό του και στο κάτω-κάτω, από μας θα ξανακερδίσει την αξία τους μεθαύριο, σαν επιστρέψουμε με το καλό. Ακόμα θα παραγγείλεις της κουμπάρας στο χωριό, που έχει μαλλί απ' τις προβάτες της να φκιάξει κι αυτή κάτι και να συστήσει και σ' όλες τις χωριανές της να κάνουν το ίδιο για τα παιδιά του χωριού τους και τους φίλους τους. Δεν μπορώ, Μανούλα μου, δεν μούρχεται καλά, εγώ να φορώ κάτι ζεστό και να βλέπω τους διπλανούς μου να κρυώνουν και να βήχουν, γιατί τότε υποφέρω δυο φορές. Ξέρω πως δεν χρειάζονται πολλά παρακάλια σε σένα, για να κάνεις ό,τι σου ζητώ. Ξέρω επίσης, πως η καρδιά σου θα σε οδηγήσει πολύ σπουδαιότερα να κατορθώσεις και κανένα στον κόσμο και γι' αυτό δεν σου γράφω περισσότερα. Ακόμα ξέρω πως καταλαβαίνεις πολύ καλά, ότι κείνο που θα μας ζεσταίνει πιότερο τις μαύρες νύχτες του κρύου χειμώνα, δεν θάναι τόσο η φανέλλα και τα γάντια που θα μας στείλετε, όσο η σκέψη, πως νοιάζεστε και σεις για μας, που εδώ πάνω με το όπλο στα χέρια φρουρούμε ακοίμητοι τη λευτεριά και τη ζωή της φυλής μας. Φίλησέ μου τη Μαρίτσα και δόσε χαιρετισμούς σ' όλους τους γνωστούς. Σου φιλώ το χέρι με σεβασμό ο γιος σου

Φλοίσβος Λ.

Εφ. Εύριπος, 27.10.1940