η Χαλκίδα
στον πόλεμο του '40
αρχεία νομού ευβοίας εκπαιδευτικά προγράμματα
Ποιος να το 'λεγε ότι το βαπόρι που περνούσε κατάφωτο τη γέφυρα για τη Θεσσαλονίκη, γεμάτο επιβάτες που βλέπανε τη Χαλκίδα, θα ήταν το τελευταίο για τόσα χρόνια. Ότι τα φώτα θα σβήνανε...
 

T14

 

ΗΤΑΝ 9.20 ΤΟ ΠΡΩΙ...

Ναι! Πήρα μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας!... Είμαι της κλάσης του 1936 και το καλοκαίρι του 1940, θυμάμαι, όταν οι Γερμανοί πήρανε το Παρίσι, μας είχαν καλέσει από την εφεδρεία για γυμνάσια. Ήταν μια πραγματικά χρήσιμη άσκηση. Ασχέτως αν ο πόλεμος μας φαινότανε μακρυά, ο στρατώνας, η πορεία, τα πυρά μας έδωσαν μια γεύση του. Θυμάμαι, την παραμονή, Κυριακή βράδυ, είχα πάει στον κινηματογράφο -στο «Κεντρικόν» του Μάτσα, στην Αβάντων. Ύστερα βόλτα στην παραλία. Ποιος το έλεγε ότι το βαπόρι που περνούσε κατάφωτο τη γέφυρα για τη Θεσσαλονίκη γεμάτο επιβάτες που βλέπανε τη Χαλκίδα θα ήταν το τελευταίο για τόσα χρόνια. Ότι τα φώτα θα σβήνανε. Το πρωί -ήμουνα στην Αγορά- κάτι ακούστηκε, κανείς δεν ήξερε σίγουρα, τα ραδιόφωνα με το μεγάφωνο του Παπαγεωργίου, του Κουδούνα, του Καβδουνιά τα καφενεία μεταδίδανε εμβατήρια, όταν ούρλιασε η σειρήνα συναγερμό. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν 9 και 20΄! Οι χωριάτες, είχε λαϊκή αγορά τη Δευτέρα τότε, άρπαξαν τα κοφίνια τους, τα πράγματα που είχαν απλώσει, ο κόσμος σκόρπισε, τα μαγαζιά έκλειναν. Μέ επιστράτευσαν την πρώτη μέρα. Παρουσιάστηκα στα Χάλια. Το βράδυ γυρίσαμε στη Χαλκίδα με τα πόδια - και με τα πόδια είχα πάει. Δεν μπορώ να στα πω τώρα. Η Χαλκίδα κατασκότεινη. Στη γέφυρα φρουρά. Κόσμος είχε μαζευτεί κοντά στη Στρατώνα όπου μας περίμενε ένα μεγάλο βαπόρι. Ώσπου να μας ανεβάσουν, καθήσαμε χάμω στον τοίχο ενός μεγάλου χτηρίου, που υπήρχε και το γκρέμισαν για να φτιάξουν τις εγκαταστάσεις του ΑΣΑΧ. 'Αλλα τμήματα ανέβαιναν στο βαπόρι, όταν ακούστηκαν φωνές. Έγινε μεγάλη φασαρία, πολλοί τρέξανε κατά κει. Οι αξιωματικοί φώναζαν, έδιωχναν τους φαντάρους. Ένας από εκείνους που ανέβαινε το μαδέρι, παραπάτησε, έπεσε βαριά ντυμένος ανάμεσα βαποριού και μουράγιου -η θάλασσα τον κατάπιε! Ο φόβος μας τύλιξε. Όταν ήρθε η σειρά μας ν’ ανεβούμε, ο τρόμος του θανάτου μας περιέλουζε κρύο ιδρώτα. Το βαπόρι έφυγε μετά τα μεσάνυχτα. Σρατιώτες οπλισμένοι μόλις διακρίνονταν να έρχονται από παντού. Μαζί τους ακολουθούσαν οι δικοί τους. Τους φόρτωναν πράγματα, τους έδιναν συμβουλές που τις ακούγαμε όλοι. ¶λλοι έκλαιγαν. Μερικοί ξάπλωσαν στο κατάστρωμα κι έκανε κρύο. Όταν το καράβι άρχισε να φεύγει, πολλοί από τον κόσμο έτρεξαν στη γέφυρα. Όταν περνούσαμε, φώναζαν ονόματα, κουνούσαν τα χέρια -ένας κόσμος έμενε πίσω. Εμένα, έτυχε να μην με αποχαιρετίσει κανείς, κι όταν η Χαλκίδα έμεινε πίσω, μια υποψία και το καράβι θεοσκότεινο έφευγε μακριά, βάλθηκα στην πρύμνη να κοιτάω την πόλη, που δεν υπήρχε παρά στο νου μου. Ύστερα Βόλος, πορεία μακριά από την 13 πόλη που είχε συναγερμό και με κάτι παλιοαυτοκίνητα που πάθαιναν συχνά ζημιές φτάσαμε κοντά στην Καλαμπάκα. Από εκεί, πορεία ως τη γραμμή του μετώπου -κι αμέσως στη μάχη. Οι Ιταλοί ήταν ακόμη στο Ελληνικό. Τους χτυπήσαμε! Πέρασαν τόσα χρόνια -σαρανταένα- κρύο πράγμα ο πόλεμος, και δεν τον φοβούνται όσοι δεν πολέμησαν, όσοι δεν τον γνωρίζουν. Πέρασαν μερικές μέρες. Περάσαμε νικητές τα σύνορα, εκεί έμαθα πως σκοτώθηκαν ο Ηλίας ο Δρακόπουλος, ο Γρηγόρης ο Κρομμύδας -δικηγόρος ήτανε. Τραυματίστηκα την άλλη μέρα που πήραμε την Κορυτσά. Όχι τραύμα βαρύ. Με γύρισαν στα Γιάννενα. Ξανά μετά στην πρώτη γραμμή. Δεύτερο τραύμα. Στην Κορυτσά αυτή τη φορά. Όταν μας χτύπησαν οι Γερμανοί, ήμουν στην Τρεμπεσίνα.Μαςείχαν χτυπήσει οι Ιταλοί. Λέγανε ότι απέναντί μας ήταν ο Μουσολίνι -και τον βρίζαμε. Ξέρεις, οι Ιταλοί μας χτύπησαν πολλούς, αυτοί όμως είχαν περισσότερες απώλειες. Δεν μας πήραν σπιθαμή γης. Το μέτωπο κατάρρευσε. Μεγάλη ιστορία. Ήρθα στη Χαλκίδα με τα πόδια. Ποιος έζησε εκείνη την επιστροφή και μπορεί να την ξεχάσει. Όταν έφτασα στην γέφυρα, είδα μια άγνωστη πόλη. Οι κάτοικοι είχαν φύγει. Την είχαν βομβαρδίσει. Βαπόρια στο λιμάνι βουλιαγμένα. Και παντού Γερμανοί. Θέλεις να γράψεις τ’ όνομά μου; Γράφτο. Φώτης Χρυσοστάλης.

Εφ. Προοδευτική Εύβοια, 29.10.1981