η Χαλκίδα
στον πόλεμο του '40
αρχεία νομού ευβοίας εκπαιδευτικά προγράμματα
Ποιος να το 'λεγε ότι το βαπόρι που περνούσε κατάφωτο τη γέφυρα για τη Θεσσαλονίκη, γεμάτο επιβάτες που βλέπανε τη Χαλκίδα, θα ήταν το τελευταίο για τόσα χρόνια. Ότι τα φώτα θα σβήνανε...
 

T19

Σαν μπήκε το καράβι στο λιμάνι του Βόλου, ο ήλιος ψήλωνε για τα καλά. Μια προειδοποίηση που μας έγινε, πώς να φυλαχτούμε, αν φανούν αεροπλάνα, μας έκανε να βιαζόμαστε να βγούμε στη στεριά.

Η αποβίβαση έγινε με τάξη και τα τμήματα μόλις συγκροτούνταν άρχιζαν να κινούνται προς τον 'Ανω Βόλο. Δεν είχαμε απομακρυνθεί πολύ από την παραλία όταν εσήμανε συναγερμός. Σκορπίσαμε αμέσως και καλυφθήκαμε όπως-όπως. Σε λίγο φάνηκαν ιταλικά αεροπλάνα, βομβαρδιστικά, σα γουρούνες κάνανε, κι όταν φτάσανε πάνω από την πόλη αμόλησαν τις μπόμπες τους.

Το γρουού... γρουού... γρουού... που έκαναν τα μοτέρ, το σφύριγμα απ' τις μπόμπες που πέφτανε σα μεθυσμένες κι ο κρότος από τις εκρήξεις τους, μας κάνανε να νιώσουμε μεμιάς τι θα πει πόλεμος.

Πρώτη λαχτάρα του πολέμου, πρώτα ρίγη στη ραχοκοκκαλιά, πρώτο σφίξιμο στο στομάχι. Ευτυχώς κανένας δε χτυπήθηκε, μα η θέα μερικών αλόγων με τ' άντερα πεταγμένα έξ, έφερνε αναγούλα.

Σαν πέρασε ο κίνδυνος, μπήκαμε πάλι στη γραμμή και συνεχίσαμε την πορεία, ώσπου φτάσαμε στον ελαιώνα, όπου βρήκαμε καταυλισμένα άλλα τμήματα του Συντάγματός μας - του 3ου Πεζικού της Χαλκίδας - που είχαν φτάσει τις προηγούμενες μέρες.

Συναντηθήκαμε εκεί με φίλους και πατριώτες που μας μετάδωσαν τα τελευταία νέα του «Πρακτορείου της Αρβύλας». Καταπώς λέγανε, σύντομα θα φεύγαμε για την Ήπειρο, όπου τα πράματα είχανε σφίξει άσχημα.

Περιμένοντας από ώρα σε ώρα διαταγή για το ξεκίνημα, περάσαμε λίγες μέρες μέσα σ' ατμόσφαιρα εκνευρισμού που όλοι φρόντιζαν να τόνε κρύβουν, μάταια όμως, ήταν αισθητός σ' όλες τις εκδηλώσεις οπλιτών και αξιωματικών. Απ' το πρωί ως αργά τη νύχτα, συνέχεια προσκλητήρια κι αναφορές, σαλπίσματα κάθε τόσο για τους βαθμοφόρους. Αναπληρώνοντας σαν βοηθός το διμοιρίτη μου, τον εθελοντή λοχία Τζώγα, που εκτελούσε και χρέη επιλοχία του λόχου, είχα να φροντίζω για όλα τα ζητήματα της διμοιρίας. Δεν είχα, βέβαια, τίποτε σπουδαίο να κάνω, δουλειές ρουτίνας ήτανε, μα και σ' αυτές είχα ενοχλήσεις διάφορες από συναδέλφους μου, λοχίες της διμοιρίας που δε μου συγχωρούσανε το που έβαλαν εμένα βοηθό διμοιρίτη, που ήμουν από τους «Αγύμναστους» κι είχα μονάχα ένα μήνα στο βαθμό του λοχία, ενώ αυτοί ήταν εικοσιτετραμηνίτες κι είχανε κάνει μήνες πολλούς στο βαθμό αυτό, σα να υπήρχε επετηρίδα για τους λοχίες. Βρίσκαν αυτοί διάφορους τρόπους για να μου δημιουργούν ζητήματα, με συνέπεια να μη με πολυλογαριάζουνε κι οι άντρες. Δυο-τρεις φορές, σαν ήρθαν πάλι αεροπλάνα, με του συναγερμού το σύνθημα, διάταξα τους άντρες μου να καλυφτούν και να φορέσουνε τα κράνη τους.

Οι πιο πολλοί το έκαμαν αυτό μονάχοι τους, άλλοι ύστερ' από φωνές, ενώ μερικοί όχι μόνο δεν τα έβαζαν κι ούτε εφρόντιζαν να καλυφτούν, αλλ' αναζήταγαν καμιά ψηλή πέτρα όπου σκαρφάλωναν, ανάβανε τσιγάρο και κάναν χάζι τ' αεροπλάνα που βομβαρδίζανε την πόλη. Πολύ μου δίνανε στα νεύρα αυτοί οι γελοίοι τύποι που ό,τι κάνανε δεν φαινόταν να είναι από παλικαριά, αλλ' από μόνη την επιθυμία να ξιπάσουνε τους άλλους. Ως τότε δεν είχε πέσει καμιά μπόμπα στον καταυλισμό κι έτσι μπορούσανε ακίνδυνα και κάναν το κομμάτι τους.

Ετούτοι, λοιπόν, οι τύποι άρχιζαν να με κοροϊδεύουν σαν φώναζα στους άνδρες μου να καλυφτούνε.

Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, μα όταν πρόσεξα πως η συμπεριφορά τους είχε πάνω στους άλλους μια άσχημη επίδραση, αναγκάστηκα ν' αλλάξω τακτική, έτσι, σαν έρχονταν αεροπλάνα, έκανα κι εγώ πως δε νοιαζόμουν, σκαρφάλωνα σε κάνα ψηλωματάκι κι έριχνα το κράνος στα πόδια μου, μονάχα που δεν κάπνιζα, γιατί δεν το ΄χα συνηθίσει.

Γ. Δ. Γιαννάκης, Πόλεμος (Αλβανία - Κρήτη): Χρονικό, τ. Α΄, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1965