δραστηριότητες > πολιτιστικές > οπτικοακουστικές παρουσιάσεις > Η Χαλκίδα στον πόλεμο του '40
<< επιστροφή
Η Χαλκίδα στον πόλεμο του '40
Κείμενα
1 Αφήγηση Φώτη Χρυσοστάλη (Η αναχώρηση): εφ. Προοδευτική Εύβοια, 29.10.1981
Ναι! Πήρα μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας!... Θυμάμαι, την παραμονή, Κυριακή βράδυ, είχα πάει στον κινηματογράφο - στο «Κεντρικόν» του Μάτσα, στην Αβάντων. Ύστερα βόλτα στην παραλία. Ποιος το έλεγε ότι το βαπόρι που περνούσε κατάφωτο τη γέφυρα για τη Θεσσαλονίκη γεμάτο επιβάτες που βλέπανε τη Χαλκίδα θα ήταν το τελευταίο για τόσα χρόνια. Ότι τα φώτα θα σβήνανε.
Αθήνα, 28 Οκτωβρίου 1940
Το πρωί -ήμουνα στην Αγορά- κάτι ακούστηκε, κανείς δεν ήξερε σίγουρα, τα ραδιόφωνα με το μεγάφωνο του Παπαγεωργίου, του Κουδούνα, του Καβνουδιά τα καφενεία μεταδίδανε εμβατήρια, όταν ούρλιασε η σειρήνα συναγερμό. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν 9 και 20΄! Οι χωριάτες, είχε λαϊκή αγορά τη Δευτέρα τότε, άρπαξαν τα κοφίνια τους, τα πράγματα που είχαν απλώσει, ο κόσμος σκόρπισε, τα μαγαζιά έκλειναν. Μέ επιστράτευσαν την πρώτη μέρα. Παρουσιάστηκα στα Χάλια. Το βράδυ γυρίσαμε στη Χαλκίδα με τα πόδια - και με τα πόδια είχα πάει. Δεν μπορώ να στα πω τώρα. ΗΧαλκίδα κατασκότεινη. Στη γέφυρα φρουρά. Κόσμος είχε μαζευτεί κοντά στη Στρατώνα όπου μας περίμενε ένα μεγάλο βαπόρι. Ώσπου να μας ανεβάσουν, καθήσαμε χάμω στον τοίχο ενός μεγάλου χτηρίου, που υπήρχε και το γκρέμισαν για να φτιάξουν τις εγκαταστάσεις του ΑΣΑΧ. ¶λλα τμήματα ανέβαιναν στο βαπόρι, όταν ακούστηκαν φωνές. Έγινε μεγάλη φασαρία, πολλοί τρέξανε κατά κει. Οι αξιωματικοί φώναζαν, έδιωχναν τους φαντάρους. Ένας από εκείνους που ανέβαινε το μαδέρι, παραπάτησε, έπεσε βαριά ντυμένος ανάμεσα βαποριού και μουράγιου -η θάλασσα τον κατάπιε! Ο φόβος μας τύλιξε.
Όταν ήρθε η σειρά μας ν'’ ανεβούμε, ο τρόμος του θανάτου μας περιέλουζε κρύο ιδρώτα. Το βαπόρι έφυγε μετά τα μεσάνυχτα. Σρατιώτες οπλισμένοι μόλις διακρίνονταν να έρχονται από παντού. Μαζί τους ακολουθούσαν οι δικοί τους. Τους φόρτωναν πράγματα, τους έδιναν συμβουλές που τις ακούγαμε όλοι. Αλλοι έκλαιγαν. Μερικοί ξάπλωσαν στο κατάστρωμα κι έκανε κρύο. Όταν το καράβι άρχισε να φεύγει, πολλοί από τον κόσμο έτρεξαν στη γέφυρα.
Όταν περνούσαμε, φώναζαν ονόματα, κουνούσαν τα χέρια - ένας κόσμος έμενε πίσω. Εμένα, έτυχε να μην με αποχαιρετίσει κανείς, κι όταν η Χαλκίδα έμεινε πίσω, μια υποψία και το καράβι θεοσκότεινο έφευγε μακριά, βάλθηκα στην πρύμνη να κοιτάω την πόλη, που δεν υπήρχε παρά στο νου μου.
<< επιστροφή
|
|
|